ξεγέλασμα

ξεγέλασμα
τό
1) обманывание; 2) обольщение, совращение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξεγέλασμα" в других словарях:

  • ξεγέλασμα — το, ατος απάτη, παραπλάνηση, εξαπάτηση: Όλα ξεγέλασμα είν , όνειρα και πλάνη (Βαλαωρίτης) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεγέλασμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεγελώ, απάτη, αποπλάνηση …   Dictionary of Greek

  • απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… …   Dictionary of Greek

  • απόγνωση — η (AM ἀπόγνωσις) [απογιγνώσκω] απελπισία μσν. νεοελλ. παραπλάνηση, ξεγέλασμα …   Dictionary of Greek

  • αυταπάτη — η 1. το να εξαπατά κανείς τον εαυτό του με τη φαντασία του, το ξεγέλασμα 2. η λανθασμένη κρίση κάποιου για τον εαυτό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο) * + απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπυρίδ. Σούγκρα] …   Dictionary of Greek

  • βουκόλημα — βουκόλημα, το (Α) [βουκολώ] ξεγέλασμα, ανακούφιση …   Dictionary of Greek

  • γέλασμα — το (AM γέλασμα) [γελώ] 1. το γέλιο 2. εκείνο το οποίο προκαλεί γέλια στους άλλους, ο περίγελως 3. ο εμπαιγμός, η κοροϊδία νεοελλ. το ξεγέλασμα, η απάτη αρχ. ο φλοίσβος των κυμάτων («ποντίων κυμάτων ἀνήριθμον γέλασμα», Αισχ.) …   Dictionary of Greek

  • εξαπάτη — ἐξαπάτη, η (Α) εξαπάτηση, απάτη, ξεγέλασμα («μειδήματά τ ἐξαπάτας τε», Ησίοδ.) …   Dictionary of Greek

  • εξαπάτηση — η (Α ἐξαπάτησις) η πράξη και το αποτέλεσμα τού εξαπατώ, απάτη, εμπαιγμός, ξεγέλασμα, καταδολίευση («ἐξαπατήσεως δημοσίᾳ σε γράψομαι», Αθήν.) …   Dictionary of Greek

  • ζαβολιά — η 1. παράβαση τών όρων τού παιχνιδιού, κλέψιμο στο παιχνίδι, απάτη, ξεγέλασμα 2. φρ. «τρεις κι η ζαβολιά» λέγεται από τα παιδιά για δήλωση ότι δεν θα γίνει ανεκτός αυτός που θα κάνει κατά τη διάρκεια τού παιχνιδιού για τρίτη φορά την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • ηπερόπευμα — ἠπερόπευμα, τό (Α) [ηπεροπεύω] το ξεγέλασμα, το ξεμυάλισμα γυναίκας από γοητευτικό άντρα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»